Markos Meskos nació en Edesa, Macedonia. Ahí pasó su primera infancia y trabajó en la fábrica de zapatos de su padre (1950-1965), luego, ya en Atenas, trabajó como artista gráfico para varias agencias publicitarias. Es pintor y autor de nueve libros de poesía, y ha sido traducido al inglés y al serbocroata. Los poemas que presentamos están tomados, el primero de Antes de la muerte 1958 y el segundo de Mabrovouni, 1963.
POESÍA:
1958 Πριν από τον Θάνατο (εκδ. Περ. Νέα Πορεία, Θεσσαλονίκη)
1963 Μαυροβούνι (ιδιωτική έκδοση, Θεσσαλονίκη)
1971 Τα ανώνυμα (ιδιωτική έκδοση, Αθήνα)
1973 Άλογα στον ιππόδρομο (εκδ. Ερμής, Αθήνα)
1975 Ιδιωτικό νεκροταφείο (ιδιωτική έκδοση εκτός εμπορίου, Αθήνα)
1977 Τα ισόβια ποιήματα (εκδ. Σημειώσεις, Αθήνα)
1977 Δώδεκα Μάηδες (12 τραγούδια με το ψευδώνυμο Δημήτρης Γραμματικός), περ. Εδεσσαϊκά Χρονικά, τ. 11, 19922η (έκδοση σε βιβλίο), Έδεσσα
1979 Τα φαντάσματα της ελευθερίας (έκδοση περ. Σημειώσεις, Αθήνα/Νεφέλη 1998)
1981 Μαύρο δάσος (συγκεντρωτική έκδοση όλων των ποιημάτων 1958-1980 και η ανέκδοτη σειρά Μαύρο Μαντίλι [εκδ. Ύψιλον, Αθήνα] και Νεφέλη 19992η χωρίς τη συλλογή Τα φαντάσματα της ελευθερίας)
1983 Άνθη στο καταραμένο φίδι (ιδιωτική έκδοση/Αθήνα, Ύψιλον 19862η/Νεφέλη 19983η)
1986 Στον ίσκιο της γης (Ύψιλον, Αθήνα/19982η Νεφέλη).
1995 Χαιρετισμοί (Ύψιλον, Αθήνα/Νεφέλη 19992η)
Βραβείο ποίησης του περιοδικού Διαβάζω-1996
2000 Ψιλόβροχο (εκδ. Νεφέλη, Αθήνα)
2005 Ελεγείες (Ίκαρος, Αθήνα)
1979 Διαλογή (επιλογή 25 ποιημάτων από τις συλλογές Μαυροβούνι και Άλογα στον ιππόδρομο, έκδοση Μουσικός Αύγουστος, Αθήνα)
1990 Τα δέοντα (μία επιλογή 1958-1990, έκδοση Δήμου Έδεσσας)
FICCIÓN:
1978 Παιχνίδια στον Παράδεισο (ιδιωτική έκδοση, Αθήνα/19902η Χειρόγραφα, Θεσσαλονίκη/19983η Νεφέλη, Αθήνα)
1979 Κομμένη γλώσσα (Έρασμος, Αθήνα/19972 Νεφέλη, Αθήνα)
1999 Μουχαρέμ (Νεφέλη, Αθήνα)
2002 Το φωτοστέφανο του νεωτέρου Αγίου Βοδενιώτη του λαϊκού (ιδιωτική έκδοση
2005 Νερό Καρκάγια, πεζογραφήματα (Ίκαρος, Αθήνα)
ENSAYOS:
1987 Γνωστοί και φίλοι (Έρασμος, Αθήνα)
2000 Προσωπικά κείμενα (Νεφέλη, Αθήνα)
ΑΝTOLOGÍAS:
1978 Όμηρος Πέλλας: Διηγήματα (Κέδρος, Αθήνα/19862η Στιγμή, Αθήνα)
1991 Όμηρος Πέλλας: Ομιλίες (Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη)
1993 Τέος Σαλαπασίδης: Δώδεκα ποιήματα (ιδιωτική έκδοση, Θεσσαλονίκη)
2000 Μανόλης Αναγνωστάκης (έκδ. Ερμής, Αθήνα)
2000 Κλείτος Κύρου (έκδ. Ερμής, Αθήνα)
OTROS:
1978 Το σπαραγμένο σώμα του Χρήστου Νέπκα (εισαγωγή στα τραγούδια του αυτοδίδακτου μουσικοσυνθέτη Χρήστου Νέπκα) (ιδιωτική έκδοση, Αθήνα)
1991 Ο Όμηρος Πέλλας στην Έδεσσα (ιδιωτική έκδοση, Θεσσαλονίκη)
Este lugar
Este lugar engendra
poemas amargos. Como éste
de Anastasia que ahora
en la muerte tropieza y en el extranjero
en el extranjero tropieza y en la muerte –
una hija sangre en la montaña
la otra hija sangre en las siembras del campo...
Un beso
Ah, intenso deseo que me inunda
negra zapatilla en la hierba fina
pasto mojado en el pecho de los muertos.
Mi rostro se llenó de estrellas por tus besos
y destello como cielo estrellado. Sin embrago
cuando me besas no me sueño contigo en los campos.
Con trabajos retengo a todos aquellos que se tendieron en mi pecho
en el pasto ensangrentado se irguieron suspirando
y anhelando un beso tuyo.
Versiones de Francisco Torres Córdova
Μνημόσυνο
Πέτρες σημάδια νεκρών πατούσαμε στον λόφο. ξάφνου
περίεργος κρωγμός (από την γκορτσιά την πικραμένη;)
Γύρω γύρω η Μπούκα. στα ψηλά βουνά οι σκοτωμένοι αθώοι.
Καίνε χαμηλά κεριά της χλόης η νύχτα καλπάζει αλλά πριν
ο κρωγμός του πουλιού βρισιά στην ηλιόλουστη μέρα.
Στο τέλος είπεν ο Γιάννης: χωρικός προσευχήθηκα εδώ.
μας διώχνει όμως το αίμα. λίγοι αντέχουν.
(Ψιλόβροχο, 2000)
V
Του Σαγγαρίου οι μαχητές αποδεκατισμένοι μα πονηροί
φίλησαν το χέρι της καβουρομάνας Σαλονίκης κι από τότε
κάθε μέρα που ξυπνώ μια σπίνος είμαι μια κοράκι
έτσι μιλώ απ’ τη χαραυγή για το μπουκέτο εκείνο
στο μεθυσμένο το μυαλό του ασίκη Αβραάμ Μπεναρόγια!
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
XVI
Πέλμα της χήνας φύλλο συκιάς είναι άνοιξη
στο περιγιάλι χάνεις τον λογαριασμό πόσα κύματα φτάνουν
πόσα καράβια αναχωρούν ή γράμματα ή φιλιά
μέρα και φως και μια βαρκούλα δεμένη με το ψάρι στην κοιλιά–
ψέμα τα χρήματα και ψέμα η ομορφιά δούλη του ανθρώπου
προτού μαζί του πεθάνει.
Το Μεσολόγγι πιο κάτω ψηλά το φεγγάρι σημαία
το αίμα του πια δεν βροντάει και δεν κοκκινίζει τα όνειρα
κουρέλια της πόρτας δεν εμποδίζουν το κρύο της καρδιάς
(άδειο καλάμι, είπες, φυσώ ήχος θλιβερός)
κύματα κύματα κύμα και λευκός γιαλός – δεν φταίμε
τα πράγματα παίρνουν μακρινές διαστάσεις και
τό δέντρο μελαγχολείο βουβά τα πουλιά.
(Τα ισόβια ποιήματα, 1977)
ΙV
Το φως του δρόμου μόνη συντροφιά
μαχαίρι αμφίστομο κάποτε στομώνει
Γεράσιμε Γεράσιμε πώς μείναμε μόνοι
και τα κεφάλια μας πνίγει η συννεφιά;
Πουλιά-καράβια ξένη προκοπή
μήτε ο ουρανός μήτε ο γιαλός μάς θέλει
σημαία μαύρη κουρέλι απ’ τα βέλη
του μάταιου κόσμου η συγκοπή.
Τί εικόνα τί πέλαο τί δρυμός!
Βουΐζουν όλα στον κόσμο επάνω
πεδίο βολής το λιγόκαιρο πλάνο
ατάλαντος ζωής λογαριασμός.
Άλλα εάν του θανάτου το στόμα πικρό
νέο δεν είναι τα ξέρεις μη φρίττεις
εδώ το πρόβλημα: κανενός πολίτης
καμίας πηγής δεν ήπιαμε νερό.
(Ιδιωτικό Νεκροταφείο, 1975)
XX
Κρίνα του Απρίλη και μοσκοβολιές από τα στήθη
του αβυσσαλέου πρίν
ασύλληπτος ακροβάτης το αεράκι όταν η πληγή είναι άνθος
και όταν κέρματα και γρόσια η αιτία του Κακού αιωνίως
σε μαγεμένη θάλασσα σε γαλαξίες και πετρώματα εύφορα
η πολλαπλή γλώσσα ζώων πτηνών και ανθρώπων αιωνίως
με το μαχαίρι και το μπάμ του ολέθριου θανάτου.
…΄Ηταν λοιπόν νύχτα ή πιο τρομερή
τα κύματα χτυπούσαν τον ουρανό και τα μαύρα αστέρια
βροχή κατακλυσμών χιόνι όλο κόντρα και αστραπόβροντα
και ραγισμένοι ορίζοντες και φίδια των ηφαιστείων κόκκινα
τελώνια σφύριζαν λυσσασμένα η κατάρα του χτες
και η βρισιά θνητών και θεών ασίγαστη μέσα
στο αγκομαχητό των τετρασκότεινων δρακόντων
ήταν λοιπόν νύχτα η πιο τρομερή
κι από το διάτρητο στερέωμα
κύλησαν όρη όλα τα νομίσματα του κόσμου
στον αγύριστο – για πάντα!
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
XVIII
Τω καιρώ εκείνω η χώρα πάλι δυστυχούσε.
Αόρατοι πόλεμοι μα θανατηφόροι εξίσου, αρρώστιες συχνά και το φριχτον τέλος όχι στην όμορφη θέα του μοναστηριού που οι καλόγεροι κρατούν στη μέση τα κλειδιά των κρανίων μήτε στον λόφο με τα κυπαρίσσια• μα στη σκόνη μέσα και στα σκου¬πίδια και στα υπόγεια αζήτητοι νεκροί – με το στανιό τα μάτια ορθάνοιχτα για τη φωτογραφία και την επικήρυξη. Και άλλη πείνα και ανέχεια ψυχής κάτω απ’ τον ίδιο πάντοτε ουρανό του κόσμου.
Στο διηνεκές τότε διάλεξε την ώρα ο Βασιλιάς και μια μέρα εκατέβη στην αγορά όπου το ψέμα συνωστίζεται και η απάτη και οι σιωπηλές φωνές του κέρδους. Παραμέρισαν οι ρακένδυτοι να περάσει η συνοδεία και να σταθεί στο κέντρον ο Μεγαλειό¬τατος με τις πορφύρες. Εκείνος, ο θεόπνευστος, σήκωσε τα χέρια ψηλά τρις, κάθε φορά γεμίζοντας τις χούφτες του διαμα¬ντικά και γρόσια και χρυσάφια τινάζοντάς τα προς τα σύννεφα, σημάδι, λένε, πως αγαπούσε τους ανθρώπους και τον λαό και πως τα χάριζε σκορπώντας τα έτσι.
Αλαλάζοντας συρφετός χύμηξε ποιος να προλάβει πρώτος χτυπώντας και υβρίζοντας ο εις τον άλλον. Γρηγορότερα από τις αστραπές της βροχής συνάχτηκαν οι ξαφνικές λάμψεις στο χώμα και το στερνό φλουρί ακόμα που κυλούσε προς τον υπόνομο.
Η πομπή ξεκίνησε από τα μάτια του Βασιλιά για το παλάτι με το κνούτο μπροστά που πρίν λίγο σιγούσε. Κι από τους τυχερούς της ημέρας άλλοι ταχύτατα λάκισαν σφίγγοντας τον κόρφο για το καλύβι, άλλοι βροντώντας τις τσέπες πέρασαν στίς ανάγκες και στα καπηλειά• μα κάποιοι στη γωνιά, αμέτοχοι στην εξαγορά του βίου τους, σφίγγοντας τα δόντια έκλαιγαν.
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
΄Ενας-ένας οι Ποιητές βρυκολακιάζουν.
Όταν πλησίαζε φιλικά η ασχήμια τότε αγαπούσες τα φτερά του
πάρε με, φώναζες, στα ορεινά κρύα νερά στους άγνωστους Γαλαξίες•
ό,τι δεν πρόλαβε να τελειώσει χίλιες σταγόνες στο βουνό χίλιες
πηγές, το ξωτικό γαλάζιο πουλί μια στιγμούλα, λάμψεις και αστραπές
της θυμωμένης μπόρας, μαχαίρια λάμπουν, τα μαστίγια στον αέρα•
όμως τίποτε δεν εμπόδιζε, παραδείγματος χάριν, στην άκρια της λίμνης
τον βρεγμένον όσιο Ναούμ, να συμφιλιώνει ζεύοντας την άρκτο
με τον αμνό, τους φιλόσαρκους αετούς με τα περιστέρια. μόνο η καρα¬-
κάξα στίς κορφές των θάμνων χλεύαζε τον κόσμο τάχα τραγουδώντας
αλλά τώρα, πες μου να χαρείς, ποιος έμεινε όρθιος και πιστεύει;
Σήμερα ξάφνου νεκραναστημένα κυπαρίσσια σήμερα λάμπει ουρανός
(μαζί με τους αρουραίους)• κι αν ξυπνήσεις κάποιαν αυγή μαρμα-
¬ρωμένος γνώριζες όλα τα βάσανα του τέλους, τάξερες. Όσα ντέρτια
έχουν τα πουλιά τα λένε πρωΐ – μετά όνειρα και συγκοπή• μοναδικοί
θαμώνες της σιωπής σου οι χλωμές ανταύγειες οι παραπονεμένες.
Λοιπόν, μια φορά κι έναν καιρό, στον ύπνο οι μάγισσες ξυπνούσαν
τα καημένα να ξαγρυπνήσουν τον έρωτα και τους νεκρούς. Άραγε
τόθελαν; Α, πόσον ωραίο το φεγγαράκι πού αρμενίζει σιωπηλά, τα
χελιδόνια τιτιβίζοντας στον αέρα! Αν τύχει και δεις στον δρόμο
άλογο δίχως αναβάτη, αύριο–μεθαύριο, πέρασε κι εσύ να πληρωθείς…
(Χαιρετισμοί, 1995)
ΣΟΝΕΤΟ 7
Η Σαντορίνη ριμάρει με τους πιγκουΐνους τα Βοδενά με το πουθενά
σωτήρια παρένθεση εκείνων που προσφέρουν ακόμη κεράσια στο νερό
βγάλε λοιπόν από το μυαλό σου τους κρατήρες των ηφαιστείων και
μην συχνάζεις εκεί. καλωσόρισε τ’ ανέλπιστα δάση που βουΐζουν
στα όνειρά σου, έτσι να χαρείς, πάρε κάποιο άλλο τραγούδι. Η κουκου-
βάγια πού προαναγγέλλει τα κατάμαυρα και ζητάει συντροφιά
στη δυστυχία έχει κι άλλον σκοπό, της αρχαίας Αθηνάς η σοφία τί
διάολο, τίποτε δεν σούδωσε; (Θλιβερές απαντήσεις πάλιν ακούω,
ενοχές απόμειναν, φτερά περιστεριών χειροκροτήματα ηχούν
ακόμα στίς πλατείες• μακάρι να χτυπούσαν και οι καμπάνες
μουσικές στους δρόμους, μια ψευδαίσθηση αναγκαία και περι–
ποιημένη, τώρα πού αγγίζουν τα φτερά σου άλλες φτερούγες παγωμένες
αν τρέχουν τρελά τα δέντρα όταν φυσσάει μην ακούς λόγια –
μέσα στα τόσα μόνο το κακό επιζεί φωνάζει το αγκάθι παρατεταμένα).
(Χαιρετισμοί, 1995)
Πες μου χελιδονάκι πώς σχηματίζεις το λάμδα ανεβαίνοντας τον ουρανό;
(Ψιλόβροχο, 2000)
Ο ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Το βουνό γονάτιζε νύχτα με το τσεκούρι και χαραυγές
τα ξύλα στην πόλη κατέβαζε με τα μουλάρια.
Στέργιο τον έλεγαν κι είχε πέντε παιδιά –όλα κορίτσια.
Παράλυτος πήγε από κακή ασθένεια και γυναίκες.
Καί τη γυναίκα είχε του σπιτιού
αυτός φωνές και χωρατά καθώς ξεφόρτωνε τα ζώα στην αυλή
κι εκείνη σιωπηλά επιτιμώντας τον
γιατί πουλάει το βουνό τόσο φθηνά
καί χαραμίζει τη ζωή του.
(Άλογα στον Ιππόδρομο, 1973)
ΠΡΟΑΙΣΘΗΜΑ
Από τη στέγη περνούσαν πράγματα πολλά
καπνός πνοές ανέμου φύλλα φθινοπωρινά
ο ίσκιος του ήλιου στο γύρισμα
του χελιδονιού η γλώσσα στο ζενίθ
τα ξιπόλητα πόδια των πουλιών δειλινές ώρες
κόκκινη κλώσα ή στέγη
μα εκείνο απομένει: η μαύρη κάργα στην καταχνιά
με το φοβερό ράμφος τοκ τοκ, τοκ τοκ
έμβολο θανάτου στο κρανίο.
Και η σιωπή του κρεμασμένου μέσα.
(Άλογα στον Ιππόδρομο, 1973)
ΙV
Το φως του δρόμου μόνη συντροφιά
μαχαίρι αμφίστομο κάποτε στομώνει
Γεράσιμε Γεράσιμε πώς μείναμε μόνοι
και τα κεφάλια μας πνίγει η συννεφιά;
Πουλιά-καράβια ξένη προκοπή
μήτε ο ουρανός μήτε ο γιαλός μάς θέλει
σημαία μαύρη κουρέλι απ’ τα βέλη
του μάταιου κόσμου η συγκοπή.
Τί εικόνα τί πέλαο τί δρυμός!
Βουΐζουν όλα στον κόσμο επάνω
πεδίο βολής το λιγόκαιρο πλάνο
ατάλαντος ζωής λογαριασμός.
Άλλα εάν του θανάτου το στόμα πικρό
νέο δεν είναι τα ξέρεις μη φρίττεις
εδώ το πρόβλημα: κανενός πολίτης
καμίας πηγής δεν ήπιαμε νερό.
(Ιδιωτικό Νεκροταφείο, 1975)
ΙΙΙ
Κάποτε θ’ ασπρίσουν τα μαλλιά σου θα ’σαι ένα τίποτε
άνθη κερασιάς ρόδα στους κήπους και αγάπη — ποια αγάπη;
Χελιδόνια πού κλειδώνουν τον αέρα της νυχτερίδας γκρεμός
καί το φεγγάρι απάτη από χαρτί. Στο ποταμάκι κάθονται
συλλογισμένοι οι φίλοι
στο χέρι καθρεφτίστηκες κι εσύ
υγρό κόκκινο φύλλο τα χείλια σου μα ξάφνου
σταφύλια σάπια κατεβασιά στον Άδη—
η λήθη βρέχει σήμερα όχι ο ουρανός.
Πριν απ’ τον κόσμο και μετά τον κόσμο η Γη μωρό στα σεντόνια
του τάφου
τρωκτικά ρολόγια το φως τρυπάει περισσότερο κι αν βρέξει κάποτε
αυτοστιγμεί κλείνει τ’ ομπρελίνο στα μάτια πόνος οξύς
η βροχή όρθια σκάλα
ψηλά ψηλά ό ουρανός πώς να μισέψεις; Μόνον
οι μεταλλωρύχοι σκαρφαλώνουν στον ουρανό από τη μαύρη
νύχτα στο λίγο αέρι
ήλιος και χρυσάνθεμα και λυπημένη παρηγοριά και γλάροι εξόριστοι
και φεγγαρόψαρα του βυθού — για σε δαμάλια σφαγμένα. Ξένα
λοιπόν
και τα όνειρα, στα μάτια να σε κοιτάξω και να πεθάνω
να σε φιλήσω και να χαθώ απ’ τον κόσμο
μπροστά ένα ασήκωτο δειλινό κρασί το ποτίζεις να λαφρώσει
πιο κάτω είναι καλύτερα (βαθύ μουρμούρισμα χόρτα θαλασσινά)
ο ήλιος φεύγει
φεύγω κι εγώ
με τον ύπνο περνώ και με καπνό τον άσπρο φράχτη.
(Τα ισόβια ποιήματα, 1977)
IV
Και πώς βρέθηκε παροπλισμένο μουλάρι στον μώλο
αμίλητο στα τέσσερα και την ουρά πέρα δώθε
άραγε να νοεί γιατί στον λαιμό η τριχιά
γιατί στερνή βάρκα θα φέρει ψάρι του πετρελαίου
και γιατί στα σύρματα χελιδονάκι τιτιβίζει
ξετρελαμένο εκείνο από χαρά
κι αυτό με την κεφάλα κάτω στη θλίψη.
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
V
Του Σαγγαρίου οι μαχητές αποδεκατισμένοι μα πονηροί
φίλησαν το χέρι της καβουρομάνας Σαλονίκης κι από τότε
κάθε μέρα που ξυπνώ μια σπίνος είμαι μια κοράκι
έτσι μιλώ απ’ τη χαραυγή για το μπουκέτο εκείνο
στο μεθυσμένο το μυαλό του ασίκη Αβραάμ Μπεναρόγια!
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
VI
Γριά κυρα-Λισάβετ θα σε πάω στη Μηχανιώνα
τσίλικο τ’ αμάξι και κρασάκι όπως σ’ αρέσει
μην πονάς θα βρούμε στο φεγγάρι κάποια θέση —
κάντρο των μελλοντικών αντικέρ στον κουφόν αιώνα!
Θα ’ναι εκεί η Μαρία με τον Σταύρο και τον Τόλη
ούτε γάτα ούτε ζημιά ήσυχα στο περιγιάλι
μοναχά μια νύχτα μακρινά τα φώτα κι η βαβούρα ζάλη ––
στο αδειανό κεφάλι μας κολλημένο ένα πιστόλι.
Ζωντανοί νεκροί το χάραμα για τη Σαλονίκη πίσω
μελαγχολικό τραγούδι απ’ τα παλιά λησμονημένο
τα Ντεπώ και τα Κουλέ Καφέ με αεράκι ξένο
και σημερινό —τί λες;— λέω πάλι ν’ αγαπήσω…
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
VII
Πλατεία Ελευθερίας, πλατεία σύναξης των Εβραίων
Πλατεία των καϊκιών είναι το λιμάνι
που συνωστίζονται κατάρτια κι άλμπουρα και ιστοί
ώρα δειλινού και σούρουπο μουντό
να δούνε κινηματογράφο με χρώματα εξαίσια
κατά τον ΄Ολυμπο και τις ακτές της Κατερίνης.
Ο καλύτερος μου φίλος θα με προδώσει.
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
XIX
Κι αν το ρολόι σταματημένο στον ίλιγγο του ηλίου
κι αν η θάλασσα παφλάζει στον πάτο της σιωπής
κι αν αθέατα άλογα βουλιάζουν στο χρυσάφι ακόμα
αν η στροφή του κόσμου στο βάραθρο οδηγεί των αιμάτων
κι αν θάνατος είναι των αγριμιών οι φωνές
ας πούμε ακόμη δυο λόγια
παραδείγματος χάριν η Καρατζιόβα παράγει
πιπέρια μπαμπάκι καπνό και χασίσια
κι όταν παζάρι ημέρα Πέμπτη και με όποιον καιρό
οι μάνες δημόσια θηλάζουν στον μαστό
τα νεογνά βλαστάρια και τα πίτσκα*.
* αρτιγέννητα
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
XX
Κρίνα του Απρίλη και μοσκοβολιές από τα στήθη
του αβυσσαλέου πρίν
ασύλληπτος ακροβάτης το αεράκι όταν η πληγή είναι άνθος
και όταν κέρματα και γρόσια η αιτία του Κακού αιωνίως
σε μαγεμένη θάλασσα σε γαλαξίες και πετρώματα εύφορα
η πολλαπλή γλώσσα ζώων πτηνών και ανθρώπων αιωνίως
με το μαχαίρι και το μπάμ του ολέθριου θανάτου.
…΄Ηταν λοιπόν νύχτα ή πιο τρομερή
τα κύματα χτυπούσαν τον ουρανό και τα μαύρα αστέρια
βροχή κατακλυσμών χιόνι όλο κόντρα και αστραπόβροντα
και ραγισμένοι ορίζοντες και φίδια των ηφαιστείων κόκκινα
τελώνια σφύριζαν λυσσασμένα η κατάρα του χτες
και η βρισιά θνητών και θεών ασίγαστη μέσα
στο αγκομαχητό των τετρασκότεινων δρακόντων
ήταν λοιπόν νύχτα η πιο τρομερή
κι από το διάτρητο στερέωμα
κύλησαν όρη όλα τα νομίσματα του κόσμου
στον αγύριστο — για πάντα!
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
XVIII
Τω καιρώ εκείνω η χώρα πάλι δυστυχούσε.
Αόρατοι πόλεμοι μα θανατηφόροι εξίσου, αρρώστιες συχνά και το φριχτον τέλος όχι στην όμορφη θέα του μοναστηριού που οι καλόγεροι κρατούν στη μέση τα κλειδιά των κρανίων μήτε στον λόφο με τα κυπαρίσσια• μα στη σκόνη μέσα και στα σκου¬πίδια και στα υπόγεια αζήτητοι νεκροί — με το στανιό τα μάτια ορθάνοιχτα για τη φωτογραφία και την επικήρυξη. Και άλλη πείνα και ανέχεια ψυχής κάτω απ’ τον ίδιο πάντοτε ουρανό του κόσμου.
Στο διηνεκές τότε διάλεξε την ώρα ο Βασιλιάς και μια μέρα εκατέβη στην αγορά όπου το ψέμα συνωστίζεται και η απάτη και οι σιωπηλές φωνές του κέρδους. Παραμέρισαν οι ρακένδυτοι να περάσει η συνοδεία και να σταθεί στο κέντρον ο Μεγαλειό¬τατος με τις πορφύρες. Εκείνος, ο θεόπνευστος, σήκωσε τα χέρια ψηλά τρις, κάθε φορά γεμίζοντας τις χούφτες του διαμα¬ντικά και γρόσια και χρυσάφια τινάζοντάς τα προς τα σύννεφα, σημάδι, λένε, πως αγαπούσε τους ανθρώπους και τον λαό και πως τα χάριζε σκορπώντας τα έτσι.
Αλαλάζοντας συρφετός χύμηξε ποιος να προλάβει πρώτος χτυπώντας και υβρίζοντας ο εις τον άλλον. Γρηγορότερα από τις αστραπές της βροχής συνάχτηκαν οι ξαφνικές λάμψεις στο χώμα και το στερνό φλουρί ακόμα που κυλούσε προς τον υπόνομο.
Η πομπή ξεκίνησε από τα μάτια του Βασιλιά για το παλάτι με το κνούτο μπροστά που πρίν λίγο σιγούσε. Κι από τους τυχερούς της ημέρας άλλοι ταχύτατα λάκισαν σφίγγοντας τον κόρφο για το καλύβι, άλλοι βροντώντας τις τσέπες πέρασαν στίς ανάγκες και στα καπηλειά• μα κάποιοι στη γωνιά, αμέτοχοι στην εξαγορά του βίου τους, σφίγγοντας τα δόντια έκλαιγαν.
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
No hay comentarios:
Publicar un comentario