Anguelikí Korré
Poeta, narradora y dramaturga griega, es autora de varios libros, casi todos inéditos. Vive en Atenas. Realizó estudios de Filología Griega, Teología y Música. Finalizó sus estudios de piano y habla tres lenguas. Mantiene el blog Dreary Poetry [drearypoetry.blogspot.com], donde publica textos propios y algunas traducciones.
Ha escrito los libros de poemas El unicornio y el delirio, Totentanz, El mundo de las flores y de los sauces y El canto de Abilmeher. Además, escribió el libro de relatos Los viajes del zoófilo, el libro de prosas Necrosadisme [Journals of a carnival King] y la obra de teatro El cisne negro.
Los poemas aquí traducidos pertenecen a su libro El unicornio y el delirio.
El unicornio y el delirio de Anguelikí Korré
Traducción y nota: Mario Domínguez Parra
Las hijas de Licaón
La dignidad se aja a mi alrededor, en el espinoso invierno
De las compañías que la asedia. La flor de la muchacha
El viento del hombre, la frente febril del último día que enferma.
Desnudas sobre la desnuda nieve danzan las últimas personas del sol
Todos los minutos del silencio que no se contuvieron elevan un tiempo leproso
Para respirar tras la máscara argéntea de lo justo.
Brindemos por el eudemonismo de la degradación y por el martirio
Por la muerte que ondeó humilde en el cuerpo y cuyo crepitar nos resucitó
Despojados como estábamos de la limpia e irreconocible respiración del fraude
Porque por ella el fruto más deseable tuvo éxito para nosotros.
Con rabia golpeo los tamboriles para que no se oigan los gritos del sacrificio
En los flujos de las infortunadas mujeres robo los murmullos del aire
Uno para el padre, para la esposa, uno para el desconocido o el amigo
Potente como la sangre escupió su habla, sin padecer siquiera de ira
O de vergüenza incluso, tan mortuoria era la calma que pedía.
Solo calma pedía y silencio y un palmo de inocencia para reposar
Las últimas zarzas de sus vísceras.
Cuando la roja mofeta, atrapada en estas zarzas, huye
Desgarrada por las ásperas ramas del dolor antepone sus dientes de leche.
Otro hombre, en alguna otra parte, inocente, fuma y bebe sereno y piensa
Que su propia mujer inocente, cansada de su hijo, tendrá el período
Y que no tendrá a su lado una mano; esto es tristeza. Todo lo demás es pena
La tristeza siempre es por algo inocente y en algo inocente desemboca, no en el miedo
De las calles pervertidas y de los desiertos, o en la paranoia de la debilidad
Que te desarma mucho más en la idea que en el cuerpo por la certidumbre
De que solo dios y el tiempo, nada más, son capaces de masacrarte.
Aquí todo es violento, incluso en los chiquillos de Gabrovo
Que agarrados con fuerza al pubis de la madre lloriquean
Y que no sientan todavía el ansia y el vigor
Y que no reclamen además con violencia la carne, sino que un día de fiesta
Corten la suya sobre la piedra y en las ramas bajas del juego.
Unos ríen y otros lloran, de pie, encorvados, obscenas sus celebraciones
Regresan cada noche al embrutecimiento. Nadie sabe
Por qué beben tanto y por qué incluso se emborrachan y cuando no están tristes
Por qué el abundante fracaso disminuye las espadas en mano
Y sus soles y sus estrellas; y la hipocresía,
Que somos todos legales, educados, generosos e inocentes, sin excepción
Llegará un día para descuartizarnos, pero la verdadera muerte
No se nos permitirá excepto al caernos, calcinados por nuestro propio ser,
De rodillas tiernamente implorando una matanza.
ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΟΥ ΛΥΚΑΩΝΑ
Η αξιοπρέπεια μαραίνεται γύρω μου, μες στον ακάνθινο χειμώνα
Των συναναστροφών που την περιζώνει. Το λουλούδι του κοριτσιού
Ο αγέρας του άνδρα, το εμπύρετο μέτωπο της τελευταίας μέρας που αρρωσταίνει.
Γυμνοί στο γυμνό χιόνι χορεύουν οι τελευταίοι άνθρωποι του ήλιου
Όλα τα λεπτά της σιγής που δεν κρατήθηκαν, υφαίνουν ένα χρόνο λεπρό
Πίσω από την αργυρή μάσκα του δίκαιου ν’ αναπνέει.
Ας πιούμε στην ευδαιμονία της εξαθλίωσης και στην καταδίκη
Στο θάνατο που ανέμισε ταπεινά στο κορμί και το θρόισμά του μας αναγέννησε
Στερημένοι καθώς ήμασταν της καθαρής κι άγνωρης πνοής της εξαπάτησης
Κι απ’ αυτόν ευοδώθηκε για ‘μας το πιο ποθητό φρούτο.
Με μανία χτυπώ τα τύμπανα για να μην ακουστούν οι κραυγές της θυσίας
Μες στις ροές των ατιμασμένων γυναικών κλέβω απ’ τον αέρα ψιθυρίσματα
Άλλη για τον πατέρα, για το σύζυγο, άλλη για τον άγνωστο ή το φίλο
Βαρύ σαν αίμα έφτυνε το μίλημά της, χωρίς να πάσχει ούτε από οργή
Ή από ντροπή ακόμα, τόσο νεκρωτική ήταν η ηρεμία που ζητούσε.
Μόνο ηρεμία ζητούσε και σιωπή και μια πιθαμή αγνότητας ν’ αναπαύσει
Τα τελευταία βάτα από τα σπλάχνα της.
Σ’ αυτά τα βάτα παγιδευμένο κόκκινο κουνάβι, σαν δραπετεύει
Σκισμένο απ’ τα τραχιά κλαδιά του πόνου προτάσσει τα παιδικά του δόντια.
Ένας άλλος άνδρας, κάπου αλλού, αγνός, καπνίζει και πίνει γαλήνια και σκέφτεται
Τη δική του αγνή γυναίκα, κουρασμένη από τον γιο του, να ‘ναι στο μήνα της
Και να μην έχει δίπλα της ένα χέρι · αυτό είναι θλίψη. Όλα τα άλλα είναι οδύνη
Η θλίψη είναι πάντα από κάτι αγνό και σε κάτι αγνό εκβάλλει, όχι στο φόβο
Των διεστραμμένων δρόμων και των ερημιών, ή στην παράνοια της αδυναμίας
Που στην ιδέα πιο πολύ παρά στο σώμα σε αφοπλίζει απ’ την πεποίθηση
Πως μόνο ο θεός και ο χρόνος, τίποτε άλλο δεν είναι ικανό να σε κρεουργήσει.
Τα πάντα είναι βίαια εδώ πέρα, ακόμη και μες στα μικρά αγόρια στο Γκάμπροβο
Που γερά κρατημένα απ’ το εφηβαίο της μάνας τους σιγοκλαίνε
Κι ας μην νιώθουν ακόμη τον πόθο και την ορμή
Κι ας μην αναζητούν ακόμη με βία τη σάρκα, αλλά μια μέρα αργίας
Να κόψουν τη δική τους πάνω στην πέτρα και στα χαμόκλαδα του παιχνιδιού.
Άλλοι γελάνε και άλλοι κλαίνε, σκυφτοί και στα δυο, πρόστυχα οι γιορτές τους
Επιστρέφουν κάθε βραδιά στην αποκτήνωση. Κανείς δεν ξέρει
Γιατί πίνουν τόσο πολύ και γιατί μεθάνε ακόμη κι όταν δεν είναι λυπημένοι
Τα σπαθιά του χεριού και τους ήλιους του και τ’ αστέρια του
Να τα λιγώνει η πολλή αποτυχία · και η υποκρισία
Πως είμαστε όλοι έννομοι, ευγενείς, γενναιόδωροι κι αγνοί, δίχως εξαίρεση
Θα ‘ρθει μια μέρα να μας κατασπαράξει, αλλά ο πραγματικός θάνατος
Δε θα μας επιτραπεί παρά μονάχα σαν πέσουμε, χωνεμένοι απ’ τον εαυτό μας,
Στα χλωρά πόδια του εκλιπαρώντας για μια σφαγή.
Ramschakbeth
Extendimos una manta sobre la ciénaga
Y comimos sobre ella rojas presas
La cara angosta del tordo ensangrentaba
El frágil, delgado hueso, entonaba
Canciones eróticas sobre el arma de mi padre
Nosotros y la pobreza y el hambre
Las amoratadas manos de mis hermanos silbaban
Como el fragmento del viento glacial
En la última altura de la cumbre que habíamos ascendido
Para aspirar al modo en que los saciados
Afables, corpulentos y flemáticos
Deglutían una nueva condena
Con su hueso el más pequeño además
Y por medio del hueso del pececillo y del tordo
Con el que un legendario traidor en otro tiempo insidiosa puya
Raja sus gargantas para obtener justicia
Leche acerba y verde del hambre
En los pechos de mi madre, su ropa
Caridad de una plétora de manos extranjeras
Y todas sus gracias enterradas vivas
Por medio kilo de buena carne dominical.
El exterminio controla si tengo buenos dientes —
¡Sirvo para esclavo!
Bebés desnudos que mi descendencia alumbra
Lloran en mi oscura habitación
Que yo pueda ver, escribir y sin miedo más tarde
Caer sobre la íntegra cama para pasar la noche.
En el café Gush los mediodías de un vetusto estío
En la fe perruna me revolqué y a ella me abandoné
Y consagrado al cero conforme regresaba
Hijo pródigo de mi pobreza y de mi hambre
Me comí a mi vástago.
ΡΑΜΣΑΚΜΠΕΘ
Απλώσαμε ένα σεντόνι στον βάλτο
Και τρώγαμε πάνω του κόκκινο κυνήγι
Η στενή πλευρά της τσίχλας μάτωνε
Το εύθραυστο, λιγνό κόκαλό της τραγουδούσε
Ερωτικά για τ’ όπλο του πατέρα μου
Εμείς και η φτώχεια και η πείνα
Μελανιασμένα των αδερφών μου χέρια σύριζαν
Σαν το απόσπασμα του παγερού ανέμου
Στο τελευταίο ύψος της κορφής που ‘χαμε ανέβει
Να ατενίσουμε πώς οι χορτασμένοι
Πρόσχαροι, ευτραφείς κι ανέμελοι
Κατάπιναν μια νέα καταδίκη
Με το δικό της κόκαλο το λεπτότερο ακόμη
Κι απ’ του μικρού ψαριού ή της τσίχλας
Που θρυλικός προδότης κάποτε ύπουλη αιχμή
Για μια δικαιοσύνη κομματιάζει τους λαιμούς τους
Γάλα στυφό και κίτρινο της πείνας
Στα στήθη της μητέρας μου, τα ρούχα της
Από ένα πλήθος ξένα χέρια ελεημοσύνη
Κι όλες της οι χαρές θαμμένες ζωντανές
Για το μισό κιλό της Κυριακής ωραίο κρέας.
Ελέγχει η εκμηδένιση αν έχω καλά δόντια –
Κάνω για σκλάβος!
Στεγνά μωρά που φέγγει η ακληρία μου
Κλαίνε μέσα στο σκούρο μου δωμάτιο
Να δω, να γράψω και χωρίς φόβο αργότερα
Να πέσω στο απαρθένευτο κρεβάτι για τη νύχτα.
Στο καφέ Gush τα μεσημέρια ενός παλιού καλοκαιριού
Πάρθηκα κι εγκαταλείφθηκα απ’ τη σκυλίσια πίστη
Κι αφοσιωμένος στο μηδέν καθώς επέστρεψα
Άσωτος γιος της φτώχειας και της πείνας μου
Έφαγα τον απόγονό μου.
Sin lágrimas
Siempre nos aguardará la gran región
En los ojos de la escarcha de una noche sólo
Que el muerto decidirá rechazar
De su losa la mucosidad del caracol
De su mecha la mitra de una luz ignota
Sacada de negro aceite, la ceniza del llanto.
Un viento florecerá en el vaso de la primera aurora
Húmido como la brochantita
El duelo de la antigua ciudad será el querubín
En pañales que al mesías leproso domó
Y que como sabio pasó que calumnia las costumbres
Altivamente, pero hasta la muerte, en la adolescencia del exilio
Nadie muere solo en la gran región
Un niño sobre fríos suelos de platino, recostado en la riqueza
No querrá las densas alfombras de Nínive
Para echarse desnudo tras el juego
Las aguas de la gran región serán nuestras
En las hojas abiertas de la amnistía pondremos nuestros óvulos
Y un pez trasluciente pasará sobre ellos
Insomne esta mujer que nunca imaginamos
Se preocupará por que aparezcamos frente a los muros de la región
Caminaremos tras la palmera
Se desplomarán las satrapías de los padres emasculados;
En las duras placas de la tierra eterna
Naufragarán las ansias del miedo
Quien tiene miedo será el que no habrá hallado
Todavía los pies para la gran región
Y en la hermética mente copulará
Victorioso el tiempo con su estatura infantil.
Siempre nos esperará la gran región
Que nuestra fantasía más adolescente blande
Envuelta alrededor de la mano de la maduración
Como sable de hierro y acero a la vez
Tan pesado para la mortalidad, tan etéreo
Para todo lo que en nosotros no fue escrito
En el efímero registro de penas impuestas de la carne.
Siempre nos aguardará la gran región.
ΑΔΑΚΡΥΣ
Πάντα θα μας περιμένει η μεγάλη χώρα
Στους ομφαλούς της πάχνης μιας μόνο νύχτας
Που ο νεκρός θ’ αποφασίσει ν’ αποβάλλει
Από την πλάκα του την βλέννα του σαλιγκαριού
Απ’ το φυτίλι του τη μίτρα ενός φωτός άγνωστου
Βγαλμένο από το μαύρο λάδι, τη στάχτη του ολολυγμού.
Θ’ ανθίσει ένας άνεμος στο ποτήρι της πρώτης αυγής
Δροσερός σαν τον βροσανίτη
Το πένθος της παλιάς πόλης θα ‘ναι το σπάργανο
Το χερούβ που εξημέρωσε το λεπρό μεσσία
Και πέρασε σαν το σοφό που διαβάλλει τα ήθη
Υπερήφανα, αλλά ως το θάνατο, στην ήβη της εξορίας
Κανείς στη μεγάλη χώρα δεν πεθαίνει μονάχος
Παιδί στα ψυχρά πατώματα της πλατίνας, γερμένο στον πλούτο
Δε θα θελήσει τ’ αδιαπέραστα χαλιά της Νινευή
Για να πλαγιάσει γυμνό μετά το παιχνίδι
Τα νερά της μεγάλης χώρας θα ‘ναι δικά μας
Στ’ ανοιχτά φύλλα της αμνηστίας θ’ αποθέσουμε τα ωάριά μας
Και θα περάσει από πάνω τους διάφανος ιχθύς
Ανύσταγη αυτή η γυναίκα που ποτέ δε φανταστήκαμε
Θ’ αδημονεί να φανούμε μπροστά απ’ τα τείχη της χώρας
Θα περπατάμε πίσω από το φοίνικα
Θα καταρρέουν οι σατραπείες των ευνουχισμένων πατέρων ·
Στις σκληρές πλάκες της αιώνιας γης
Θα ναυαγούν οι πόθοι του φόβου
Όποιος φοβάται θα είναι αυτός που δε θα ‘χει βρει
Ακόμη τα πόδια για τη μεγάλη χώρα
Και στο στεγανό νου θ’ αφροδισιάζει
Νικηφόρος ο χρόνος με το βρεφικό του ανάστημα.
Πάντα θα μας περιμένει η μεγάλη χώρα
Που κραδαίνει η πιο εφηβική μας φαντασία
Τυλιγμένη γύρω από το χέρι της ωρίμανσης
Σα ξίφος συνάμα από σίδερο κι ατσάλι
Τόσο βαρύ για τη θνητότητα, τόσο ανάλαφρο
Για ό,τι μέσα μας δεν γράφηκε
Στο εφήμερο ποινολόγιο της σαρκός.
Πάντα θα μας περιμένει η μεγάλη χώρα.
de El unicornio y el delirio [Ο μονόκερος και η ψύχωση]
http://www.elcoloquiodelosperros.net/numero32/esp32an.html
No hay comentarios:
Publicar un comentario