domingo, 9 de febrero de 2014

JAZRA KHALEED [10.912] Poeta de Chechenia



JAZRA KHALEED 

Jazra Khaleed nació en 1979 en Grozni, Chechenia. Vive en el centro de Atenas y escribe poesía en griego. Publica sobre todo en forma de «samizdat» y en la red.

Edita la revista literaria «ΤΕΦΛΟΝ», en la que publica poemas, traducciones y ensayos.

Sus poemas han sido traducidos a más de diez lenguas (pinchad sobre su nombre para acceder a su blog, que incluye los enlaces a estas traducciones) y han sido publicados en prestigiosas revistas de todo el mundo.

Es el co-propietario y editor de Τοποβόρος, una pequeña editorial radicada en el barrio ateniense de Exarjia.






MUERTE DE UN TRABAJADOR

Se escoñan con su sombra y cuecen su odio en cazuelas de barro
Son personas, un palmo más cerca de la verdad
Tienen hinchado el vientre y aguzada la mirada
De mañana cocean como perros, de noche se esparcen como agujas
Tienden en el suelo sus pellejos
Devoran sus manos sobre las mesas
Hacinan sus desdichas
Se miden centímetro a centímetro
Después se olvidan
Conservan un alfabeto bajo sus almohadas
para que no los halle la muerte

En mi pecho buscan balas
Hallan una, tocan las campanas
Hallan dos, se parten de risa
Hallan tres, me señalan con la lengua
Mi cuerpo deshacen diríase que buscan calor
Como cristales rotos reúnen desde abajo mis pasos
¡Ah, son tantos! ¡Ah, son tantas!
¡No puedo siquiera verlos!
¡No puedo siquiera escucharlos!

Bienaventurada la mujer cuyos labios rajó el frío
Porque ella nos dirá cómo nace un beso
Bienaventurado el hombre que trabaja en la ingeniería naval
Porque él nos legará los mares
Porque le contará cuentos a las marejadas
Bienaventurado el que no carga maletas
Porque nos cogerá de la mano
Bienaventurado el que se cayó porque se tropezó con los cordones
El que se enjuga las lágrimas en las guaguas
El que se cortó un dedo en una máquina
Porque ellos nos traerán agua y vino
Bienaventurada la panadera, bienaventurada la cocinera
Porque ellas alimentarán a nuestros hijos
Bienaventurada la modista, bienaventurada la costurera
Porque darán calor a nuestros cuerpos
Bienaventurado el ladrón, bienaventurado el atracador
Porque ellos compartirán justamente el tiempo
Bienaventurada la mujer que comete faltas de ortografía
Porque ella inventará la nueva gramática
Bienaventurada la poeta que lee a Vallejo
Porque ella convertirá nuestra palabra en alientos

Mírame, me tropecé de nuevo entre el gentío
Me estrujé los puños por la muerte de un trabajador

[Poemas sumergidos en gasolina]

Traducción y nota bio-bibliográfica: 
Mario Domínguez Parra

Ver más traducciones blog:
http://logotejnikimetafrasi.wordpress.com/
  




Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΕΡΓΑΤΗ

Σκουντουφλάνε στον ίσκιο τους και βράζουνε τον πόνο τους σε τσουκάλια
Είναι άνθρωποι, μια πιθαμή κοντύτεροι απ’ την αλήθεια
Έχουν πρησμένη την κοιλιά και τροχισμένο το βλέμμα
Το πρωί κλωτσάνε σα σκυλιά, το βράδυ σκορπίζουν σαν βελόνες
Στρώνουν χάμω τα πετσιά τους
Τρώνε τα χέρια τους στα τραπέζια
Οι συμφορές τους στοιβάζονται
Μετρούνται πόντο-πόντο
Ύστερα λησμονούνται
Ένα αλφαβητάρι κρατάνε κάτω από το μαξιλάρι τους
για να μην τους βρει ο θάνατος

Στο στήθος μου ψάχνουνε για σφαίρες
Βρίσκουν μία, χτυπάνε τις καμπάνες
Βρίσκουν δύο, λύνονται στα γέλια
Βρίσκουν τρεις, με σημαδεύουν με τη γλώσσα
Το σώμα μου ξηλώνουν λες και ψάχνουν για ζεστασιά
Σαν σπασμένα γυαλιά μαζεύουν από κάτω τα βήματά μου
Αχ, είναι τόσοι πολλοί! Αχ, είναι τόσες πολλές!
Δεν μπορώ καν να τους δω!
Δεν μπορώ καν να τους ακούσω!

Μακάρια η γυναίκα που τα χείλη της έσκασε το κρύο
Γιατί αυτή θα μας πει πώς γεννιέται ένα φιλί
Μακάριος ο άντρας που δουλεύει στα ναυπηγεία
Γιατί αυτός θα μας κληροδοτήσει τις θάλασσες
Γιατί αυτός θα πει παραμύθια στις τρικυμίες
Μακάριος αυτός που δεν κουβαλάει βαλίτσες
Γιατί αυτός θα μας κρατήσει απ’ το χέρι
Μακάριος αυτός που έπεσε γιατί πάτησε τα κορδόνια του
Αυτός που σκουπίζει τα δάκρυά του στα λεωφορεία
Αυτός που έκοψε ένα δάκτυλο στη μηχανή
Γιατί αυτοί θα μας φέρουν νερό και κρασί
Μακάρια η φουρνάρισσα, μακάρια η μαγείρισσα
Γιατί αυτές θα ταΐσουν τα παιδιά μας
Μακάρια η μοδίστρα, μακάρια η ράφτρα
Γιατί αυτές θα ζεστάνουν τα κορμιά μας
Μακάριος ο κλέφτης, μακάριος ο ληστής
Γιατί αυτοί θα μοιράσουν δίκαια τον χρόνο
Μακάρια η γυναίκα που κάνει ορθογραφικά λάθη
Γιατί αυτή θα επινοήσει τη νέα γραμματική
Μακάρια η ποιήτρια που διαβάζει Vallejo
Γιατί αυτή θα κάνει τα λόγια μας ανάσες

Κοίτα με, σκόνταψα ξανά ανάμεσα σε ανθρώπους
Έστυψα τις γροθιές μου στο θάνατο ενός εργάτη

[Ποιήματα βουτηγμένα στη βενζίνα]





TOQUE DE QUEDA

En un monopatín
atravieso la ciudad 
policías, coche-patrullas por todo lado
soldados en cada esquina
trato de evadir las cámaras de vigilancia
desde los capiteles me miran como los ojos de Dios
por detrás de ventanas con cortinas
los hombres de la casa 
están mirando las noticias de las ocho y asegurando sus puertas
odian lo que es diferente
aman la seguridad
la humanidad esta muerta sin ellos
temen cada contacto, aun el contacto visual

Las calles vacías
tiendas cerradas
teléfonos muertos
otra noche de terror
yo busco razón
no me preguntes quien soy
todos mis héroes están muertos
no veo ni los arboles ni la madera
solo antenas y calles
si pudiese contener todos los amaneceres del mundo en mis manos
no sabría que hacer con toda esa luz
y aun así nunca mate a a nadie por un poco de gas natural
o un campo de golf

Toque de queda
Una noche blanca en Atenas

Me apresuro en mi monopatín
una pistola en mi templo
otra noche traiciona a sus niños
música a todo volumen desde las celdas de la policía
el amor ha abandonado esta ciudad
dejando detrás solo basura y soldados
si hubiera vivido en los “veintes” hubiera sido un minero comunista
pero este es el siglo veintiuno
a las ratas les encantan los laberintos - y dulce Señor Jesús

Primero se llevaron a los musulmanes
luego a los anarquistas
aquellos quienes odian este mundo
mi tiempo hace tiempo que paso
me transformo en un duende
atravieso la ciudad en un monopatín
desnudo
con los pasadores flojos
me vuelvo invisible
camera de vigilancia o pistola - una de ellas me matara
hay un camino, pero no libertad

Toque de queda
Una noche blanca en Atenas

Traducción de Erick Paiva-Nouchi






ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ

Πάνω σε ένα σκεϊτ
διασχίζω την πόλη
Παντού περιπολικά και ζητάδες
Στρατιώτες σε κάθε γωνία
Προσπαθώ να αποφύγω τις κάμερες 
Με κοιτάνε σαν το θεό από το καμπαναριό
Νοικοκυραίοι πίσω από κουρτίνες
βλέπουν τις ειδήσεις των οχτώ και κλειδώνουν τις πόρτες
Μισούνε το Άλλο
Λατρεύουν την ασφάλεια
Ο άνθρωπος είναι νεκρός μέσα τους
Φοβούνται κάθε επαφή, έστω και με τα μάτια

Οι δρόμοι ερημωμένοι
τα μαγαζιά κλειστά
τα τηλέφωνα νεκρά
Άλλη μια νύχτα γεμάτη φόβο
Ψάχνω ένα σκοπό
Μη ρωτάς ποιος είμαι
Οι ήρωές μου είναι όλοι νεκροί
Δεν βλέπω ούτε το δέντρο ούτε το δάσος
Μόνο κεραίες και εμπορικά κέντρα
Αν είχα στα χέρια μου όλες τις ανατολές του κόσμου
δε θα ήξερα τι να το κάνω όλο αυτό το φως
Μα πάλι, εγώ δεν σκότωσα ποτέ για λίγο φυσικό αέριο 
ή για ένα γήπεδο γκολφ

Απαγόρευση κυκλοφορίας
Μια λευκή νύχτα στην Αθήνα

Τρέχω πάνω σε ένα σκεϊτ
Mε το πιστόλι στον κρόταφο
Άλλη μια νύχτα προδίδει τα παιδιά της
Από τα κρατητήρια ακούγεται μουσική στο τέρμα
Η αγάπη έφυγε από αυτή την πόλη
Άφησε πίσω της μόνο σκουπίδια και στρατιώτες
Αν ζούσα στην δεκαετία του ’20, θα ήμουν κομμουνιστής ανθρακωρύχος
Μα είμαστε στον εικοστό πρώτο αιώνα
Τα ποντίκια λατρεύουν τον λαβύρινθο - και τον καλό Χριστούλη

Πρώτα πήρανε τους μουσουλμάνους
Τους αναρχικούς
Όσες εχθρεύονται αυτόν τον κόσμο
Εμένα ο καιρός μου έχει περάσει προ πολλού
Γίνομαι αερικό
Διασχίζω την πόλη πάνω σε ένα σκεϊτ
Γυμνός
Με τα κορδόνια λυμένα
Γίνομαι αόρατος
Κάμερες ή όπλα, ένα από τα δύο θα με σκοτώσει
Υπάρχει ένας δρόμος, αλλά δεν υπάρχει ελευθερία

Απαγόρευση κυκλοφορίας
Μια λευκή νύχτα στην Αθήνα





No hay comentarios:

Publicar un comentario