YORGOS KALOSÓIS
El poeta chipriota Yorgos Kalosóis (Nicosia, CHIPRE 1963) estudió filología y es profesor de enseñanzas medias.
Es autor de los libros:
Metamorfosis («Μεταμορφώσεις», Λευκωσία, 1992, Segundo premio estatal otorgado por el Ministerio de Educación y Cultura de Chipre a un primer libro de poemas);
Primer intento de asesinato de Makarios («Πρώτη δολοφονική απόπειρα κατά του Μακαρίου», Λευκωσία, 1998).
El mundo inverso («Ο ανάποδος κόσμος», Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2000, Premio Nacional de Literatura 2000, Ministerio de Educación y Cultura de Chipre).
Corrimiento de tierras («Η μετατόπιση της γης», Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2005).
La conjugación del verbo («Η κλίση του ρήματος», Εκδόσεις Φαρφουλάς, Αθήνα, 2009, Premio Nacional de Literatura 2009, Ministerio de Educación y Cultura de Chipre).
La lección de la síntesis («Το μάθημα της περίληψης», Εκδόσεις Φαρφουλάς, Αθήνα, 2011).
Las garras del gallo («Τα νύχια του κόκορα», Εκδόσεις Φαρφουλάς, Αθήνα, 2013).
Ver más traducciones blog:
http://logotejnikimetafrasi.wordpress.com/
http://logotejnikimetafrasi.wordpress.com/
Traducción y nota bio-bibliográfica: Mario Domínguez Parra
LA PARED
Mis padres me dieron
las piedras húmedas
de las grutas
y no puedes distinguir por
qué lado exacto están húmedas
y un anillo de ónice del
abuelo artesanía con la
letra delta
muchas veces fueron las que dije
no puedo
con el no puedo construí
y arruiné mundos
mis maestros
tienen que responderme
cuándo temiste a la muerte
después de que deviniese vocablo o antes
mis padres me dieron
las piedras
como si dijéramos las espaldas
para poner un soporte un andamio
un contrafuerte sobre la pared
libros viejos que enmohecieron
ediciones de Leipzig
para abrirlas como escudos
para con escudos emparedar la pared
para que los enemigos digan «los que
tengan a alguien que tomara la
decisión de enterrarse dónde exactamente
en la pared tan sólo
para asustarse
por su causa nuestro miedo es
satisfactorio»
Con las piedras que me dieron
construí una pared todo lo que uno
puede imaginar se utilizaron
naranjales
ancianas que recolectaban con o sin
mandiles y las altas ataduras
se mezclaron y derribaron
para erigir la pared
todo se trituró el bebé
en el carrito el motociclista
sin casco
el cadáver que permanece en el
hielo y espera ser resucitado
y el pan la margarita la
barra de pan en lo alto encima encima
se colocó para tener
qué comer en caso de necesidad
sobre él también unos y
otros
ΤΟ ΤΕΙΧΟΣ
Οι γονείς μου μου έδωσαν
τις πέτρες υγρές
των σπηλαίων
που δεν μπορείς να πεις από
ποιο σημείο ακριβώς υγραίνονται
κι ένα δαχτυλίδι με όνυχα του
παππού χειροτέχνημα με το
γράμμα δέλτα
πολλές φορές ήταν που είπα
δεν μπορώ
με το δεν μπορώ έχτισα και
χάλασα κόσμους
οι δάσκαλοί μου
πρέπει να μου απαντήσουν
πότε φοβήθηκες το θάνατο
μετά που έγινε λέξη ή πριν
οι γονείς μου μου έδωσαν
τις πέτρες
σαν να λέμε τις πλάτες
για να βάλω στήριγμα αντιστύλι
αντέρεισμα στο τείχος
βιβλία παλιά που μούχλιασαν
εκδόσεις της Λειψίας
να τ’ ανοίξω ωσάν ασπίδες
μ’ ασπίδες να τειχίσω το τείχος
για να λένε οι εχθροί «αυτοί που
έχουν κάποιους που πήραν την
απόφαση να θαφτούν πού ακριβώς
μέσα στο τείχος μόνο και μόνο
για να τρομάζουν
εξαιτίας τους ο τρόμος μας είναι
ικανοποιητικός»
Με τις πέτρες που μου έδωσαν
έχτισα τείχος ό,τι μπορεί
να φανταστεί κανείς χρησιμοποιήθηκαν
πορτοκαλεώνες
γριές που μάζευαν με ή χωρίς
ποδιές και τις ψηλές ποδίνες
ζυμώθηκαν και ρίχτηκαν
για να υψώσουν το τείχος
όλα αλέστηκαν το βρέφος στο
καροτσάκι ο χωρίς κράνος
μοτοσικλετιστής
το πτώμα που παραμένει στον
πάγο και περιμένει ν’ αναστηθεί
και το ψωμί η μαργαρίτα η
φραντζόλα ψηλά πάνω πάνω
τοποθετήθηκε για να ’χουν
να τρώνε στην ανάγκη
από πάνω του και οι μεν και
οι δε
EXPERIENCIAS DESDE EL OTRO LADO
Entré en el bosque
y no es la primera vez
que encuentro respuestas a muchas
preguntas
y otras veces pregunté lo mismo
sigo los movimientos de los animales
las cabriolas de las liebres
que duermen sin soñar
el vuelo de las perdices
las torcaces que engullen agua
pero qué quiero de todas formas y
qué se me revuelve con estas
presas
escucho en el sendero montañés
que la camioneta se detiene
donde sea aparecerán impedimentas
armas cartuchos matutino despertar
compañerismo relatos de
alcance hiperbólico
con quién compondré con quién
me juntaré
¿Confiar en la perdiz de patas raudas
que aletea a toda prisa hacia su fin?
¿En sus polluelos a los que dentro de poco
destriparán los perros locuaces?
¿En los faisanes moteados de
los perdigones previstos?
Qué quiero y qué se me revuelve
con todas las presas
y si mi destino no es el destino
de los cazadores adicciones armas proyectiles
matutino despertar compañerismo relatos
de alcance hiperbólico
con quién compondré con quién
me juntaré
y mirad la primera liebre cuelga
se guarda en el morral de la
vanidad y mirad esto que tengo
que decir que a nadie interesa
como el luto no interesa a
los familiares de los animales de muerte inicua
de los que avanzan sin sentido
en la vida sin reconocer el
más mínimo parentesco entre ellos
sin reconocer el común
peligro su dolor común
los disolvería una conciencia
semejante
la conciencia de seres débiles y
perdidos total
y completamente
ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ
Μπήκα μέσα στο δάσος
και δεν είναι η πρώτη μου φορά
να βρω τις απαντήσεις σε πολλά
ερωτήματα
κι άλλες φορές ρώτησα τα ίδια
παρακολουθώ τις κινήσεις των ζώων
τα άλματα των λαγών
που κοιμούνται χωρίς όνειρα
το πέταγμα των περδικιών
τις φάσσες που καταπίνουν νερό
μα τι θέλω τέλος πάντων και
τι ανακατεύομαι με τούτα τα
θηράματα
ακούω στον ορεινό χοματόδρομο
να σταματά το διπλοκάμπινο
όπου να ’ναι θα εμφανιστούν εξαρτύσεις
όπλα χαρτούτσες πρωινή έγερση
συντροφικότητα διηγήσεις μέχρι το
σημείο της υπερβολής
με ποιους να συνταχτώ με ποιους
να κάνω παρέα
Να εμπιστευτώ την ταχύποδη πέρδικα
που φτεροκοπά ολοταχώς προς το τέλος της;
Τα παιδιά της που σε λίγο θα τα
ξετρυπώσουν οι λαλίστατοι σκύλοι;
Τους φασιανούς τους κατάστικτους από
τα προβλεπόμενα σκάγια;
Τι θέλω εγώ και τι ανακατεύομαι
με τούτα τα θηράματα
και αν η μοίρα μου δεν είναι η μοίρα
των κυνηγών εξαρτύσεις όπλα φυσίγγια
πρωινή έγερση συντροφικότητα διηγήσεις
μέχρι το σημείο της υπερβολής
με ποιους να συνταχτώ με ποιους να
κάνω παρέα
και να ο πρώτος λαγός κρεμιέται
αποθηκεύεται μέσα στη βούρκα της
αυταρέσκιας και να αυτά που έχω
να πω να μην ενδιαφέρουν κανέναν
όπως το πένθος δεν ενδιαφέρει τους
συγγενείς των αδικοσκοτωμένων ζώων
αυτών που πορεύονται χωρίς νόημα
στη ζωή μην αναγνωρίζοντας την
παραμικρή μεταξύ τους συγγένεια
μην αναγνωρίζωντας τον κοινό
κίνδυνο τον κοινό τους πόνο
θα τα διέλυε μια τέτοια
συνειδητοποίηση
η συνείδηση του εντελώς και του
πέρα για πέρα αδύναμου
ή του χαμένου
No hay comentarios:
Publicar un comentario