Élena Lyberopulu
La poeta griega Élena Lyberopulu nació en Kalamata (Mesinía). Es profesora de pre-escolar. La editorial Endymión publicó en 2012 su libro Tiempo demolido (Γκρεμισμένος χρόνος, en formato electrónico), al que pertenecen estos poemas.
Traducción y nota bio-bibliográfica:
Mario Domínguez Parra
Ver más traducciones blog:
http://logotejnikimetafrasi.wordpress.com/
http://logotejnikimetafrasi.wordpress.com/
TIEMPO DEMOLIDO
Muchas veces me veo obligada a demolerlo todo.
Demolí el azul, las distancias, los faroles miradas,
demolí el modo en que me necesitabas, los sentimientos de techos bajos,
la hierba no hollada, las desnudas intenciones,
demolí mantos de invisibilidad, melancólicas moradas,
antenas de insectos, de edificios, de consciencia.
Me demolí además.
Desde el arco de una ceja, desde una mentira indiferente,
desde una verdad con fecha posterior, desde rodillas que se enganchaban a mi cintura,
desde manos que me apuntaban, desde veranos impermeables.
Me pondré los pies, vamos a caminar
ΓΚΡΕΜΙΣΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
Πολλές φορές αναγκάζομαι να τα γκρεμίζω όλα.
Γκρέμισα το γαλάζιο, τις αποστάσεις, τους φανοστάτες βλέμματα,
γκρέμισα τον τρόπο που με χρειαζόσουν, τα χαμηλοτάβανα αισθήματα,
την απάτητη χλόη, τις γυμνές προθέσεις,
γκρέμισα μανδύες αορατότητας, μελαγχολικά κατοικίδια,
αντένες εντόμων, κτηρίων, κατανόησης.
Γκρεμίστηκα κιόλας.
Από το τόξο ενός φρυδιού, απ ‘ενα αδιάφορο ψέμα,
απο μια μεταχρονολογημένη αλήθεια, απο γόνατα που αγκίστρωσαν τη μέση μου,
απο χέρια που με στόχευσαν, απο αδιάβροχα καλοκαίρια.
Θα φορέσω τα πόδια μου, πάμε να περπατήσουμε
EL ESPACIO EN NOSOTROS
Despertamos sobre una cama de pámpanos
Del cielo pendían globos polícromos
Hubo un eclipse solar todos aquellos días
Las hormigas siguieron trabajando con intensidad
La columna férrea en nosotros había empezado a oscurecerse
Y soñábamos con uvas rojas.
Ο ΧΩΡΟΣ ΜΕΣΑ ΜΑΣ
Ξυπνούσαμε σ’ ένα κρεβάτι απο κληματόβεργες
Απ’ τον ουρανό κρέμονταν πολύχρωμα μπαλόνια
Είχε έκλειψη ηλίου όλες εκείνες τις μέρες
Τα μυρμήγκια συνέχιζαν να εργάζονται εντατικά
Η σιδερένια στήλη μέσα μας είχε αρχίσει να σκουριάζει
Και εμέις ονειρευόμασταν σταφύλια κόκκινα.
SIN MISTERIO
No sé plañir como los otros
No conservo los billetes de un viaje idílico.
Cuando duermes devengo estatua con sombra en los ojos.
Puedo distinguir un perro de un nido de águilas.
Siempre llevo conmigo un poco de mar.
Sobre todo temo el frío.
Cuando veo árboles sé que me caeré de nuevo
Aborrezco el malva y tengo que saber
que se fabrica con rojo y azul.
Las piedras me recuerdan a pájaros heridos.
Ante quien me arroja abejas, reacciono de forma extraña,
me desgarro las rodillas y luego lo mato.
ΔΙΧΩΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ
Δεν ξέρω να θρηνώ όπως οι άλλοι
Δεν κρατάω τα εισιτήρια ενός ιδανικού ταξιδιού.
Όταν κοιμάσαι γίνομαι άγαλμα μ’ έναν ίσκιο στα μάτια.
Μπορώ να ξεχωρίσω ένα σκύλο από μια αετοφωλιά.
Κουβαλάω μαζί μου πάντα λίγη θάλασσα.
Πιο πολύ απ όλα φοβάμαι το κρύο.
Όταν βλέπω δέντρα ξέρω ότι θα πέσω ξανά
Απεχθάνομαι το μωβ και ας ξέρω
ότι φτιάχνεται από κόκκινο και μπλε.
Οι πέτρες μου θυμίζουν λαβωμένα πουλιά.
Όποιος μου πετάει μέλισσες, αντιδρώ παράδοξα,
σκίζω τα γόνατα μου και μετά τον σκοτώνω.
AQUELLOS TRENES
Me gustaban los trenes, raudos al
atravesar los paisajes y todos sus
sombreados, construyendo así una sinuosa
imagen mágica. Y medio cerrados los ojos
entré en esta imagen mágica y
todo mi mundo, este terreno a distinto
nivel de mis acciones e inercias, maduraba. Me gustaba
escupir agua desde las ventanas y rociar los
campos, las gotas a veces se congelaban en la
imagen mágica y flotaban en la atmósfera intemporal
y con ellas yo flotaba, y cuando sólo me acercaba a
puentes, las alas que tomé en préstamo
me hicieron aterrizar para servir a mi titubeo.
En los túneles otra vez recuerdo: cerraba del todo los ojos y
automáticamente me preguntaba por dónde salir.
Me gustaban los trenes, nunca sabía al final a dónde
me llevarían, no quería saber, no era necesario…
aquellos trenes raudos, aquellos trenes,
los dragones férreos que te llevaban sobre
su lomo y viajabas a los santuarios de
tu paradójica fantasía.
Aquellos trenes he echado de menos…
ΤΑ ΤΡΕΝΑ ΕΚΕΙΝΑ
Μου άρεσαν τα τρένα, έτσι γρήγορα που
προσπέρναγαν τα τοπία και όλες τους τις
φωτοσκιάσεις, φτιάχνοντας έτσι μια μαγική
εικόνα τεθλασμένη. Μισόκλεινα τα μάτια και
έμπαινα και γω στη μαγική εικόνα αυτή και
γινόταν ο κόσμος μου όλος , το ανισόπεδο αυτό
πεδίο δράσης μου και αδράνειας. Μου άρεσε να
φτύνω απ τα παράθυρα νερό και να ραίνω τους
κάμπους, οι στάλες καμία φορά πάγωναν στη
μαγική εικόνα και αιωρούνταν στην άχρονη ατμόσφαιρα
και μαζί τους αιωρούμουν και εγώ, και όταν πλησίαζα σε
γέφυρες μόνο, με προσγείωναν τα φτερά που
δανειζόμουν για να εξυπηρετήσω την αμφιταλάντευση μου.
Στα τούνελ πάλι θυμάμαι, έκλεινα εντελώς τα μάτια και
αυτομάτως αναρωτιόμουν που θα βγω.
Μου άρεσαν τα τρένα, ποτέ δεν ήξερα τελικά που
θα με πάνε, δεν ήθελα να ξέρω, δεν χρειαζόταν..
εκείνα τα τρένα τα γρήγορα , εκείνα τα τρένα,
οι δράκοι οι σιδερένιοι που σε έπαιρναν στην
ράχη τους και ταξίδευες στα άδυτα της
παράδοξης φαντασίας σου.
Eκείνα τα τρένα μου έχουν λείψει…
AZUL
Devine mar.
No agitada.
Me mezclé con ríos
como se mezcla un rayo de luz
con un cerezo salvaje.
Muda, jadeante.
Sigo mis batallas con las llamas
desde lo alto.
Aprendí de niña a volar
y desde lo alto sin ansia
ato mis cordones.
De vez en cuando me agarro de los flecos
del cielo, me pego a él
y me murmura.
Otras veces desciendo con
un cuchillo diáfano hacia el abismo
y me esparzo
en la sed del dolor.
Quizás esto no me pasaría
si sólo fuese agua.
Pero, como te dije,
ya devine mar.
ΜΠΛΕ
Έγινα θάλασσα.
Όχι ταραγμένη.
Έσμιξα με ποτάμια
όπως σμίγει μια ακτίνα φωτός
με μια αγριοκερασιά.
Άφωνα, ξέπνοα.
Τις μάχες μου με τις φλόγες
τις παρακολουθώ από ψηλά.
Έμαθα να πετώ από παιδί
και από ψηλά χωρίς ανυπομονησία
δένω τα κορδόνια μου.
Πότε πότε πιάνομαι απ τα κρόσια
του ουρανού, κολλάω πάνω του
και αυτός μου ψιθυρίζει.
Άλλες φορές, κατηφορίζω με
ένα μαχαίρι διάφανο προς την άβυσσο
και σκορπίζομαι
μέσα στη δίψα του πόνου.
Ίσως να μη μου συνέβαιναν αυτά
αν ήμουν μόνο νερό.
Μα σου λέω,
έγινα θάλασσα πια.
OTOÑO
No tengo otra fe.
Mis ojos echan chispas
en conchas de trueno.
No me atrevo a venir
a ninguna asamblea.
Sólo a ensangrentados
paisajes de compañía.
Hablarán los muertos
de todo, ya que vives.
Te engañé,
peyorativa hablaba
del dolor,
pero anochecía y
la luna se abría
como una
escotilla.
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Δεν έχω άλλη πίστη.
Τα μάτια μου σπινθηρίζουν
σε κόγχες κεραυνού.
Δεν τολμώ να έρθω
σε καμία συνέλευση.
Μόνο σε ματωμένα
τοπία συναναστροφής.
Οι νεκροί θα μιλήσουν
για όλα, αφού εσύ ζεις.
Σε ξεγέλασα,
μίλησα υποτιμητικά
για τον πόνο,
αλλά νύχτωνε και
το φεγγάρι άνοιγε
σαν πόρτα
καταπακτής.
No hay comentarios:
Publicar un comentario