domingo, 9 de febrero de 2014

SONIA SAJARATU [10.908]


Sonia Sajaratu 

Es periodista y escritora GRIEGA. Vive y trabaja en Atenas. Ha colaborado en diversas revistas. Fue directoras de la revistas “ΕΙΝΑΙ” y “7 Μέρες TV”. En el pasado presentó programas de televisión en ERT (uno de los canales públicos griegos), entre los que está el programa cultural “Οι τέχνες είναι 7″. Colabora con “ΒΗmagazino”.

Ha escrito los libros: 

Madre Dolorosa-La pasión (Madre Dolorosa-Ο έρωτας, Μελάνι, 2013). Poema.
Mi enemigo (Ο εχθρός μου, Μπαρτζουλιάνος Ι. Ηλίας, 2012). Obra de teatro.
Las aguas en tus ojos (Τα νερά στα μάτια σου, Τόπος, 2o12). Relatos.
La ceniza rosácea (Η ρόδινη στάχτη, Εξάντας, 2011). Novela.
Tres noches de agosto (y un día) (Τρεις νύχτες του Αυγούστου (και μια μέρα), Ελληνικά Γράμματα, 2009). Novela corta.
Plenilunio menos algo (Πανσέληνος παρά κάτι, Αστάρτη, 1989). Relatos.
Compartió el segundo premio de relato en lengua griega del concurso internacional que organizó la Asociación Cultural Helénica “Nostos”, en Argentina.






Madre Dolorosa-La pasión (Madre Dolorosa-Ο έρωτας, Μελάνι, 2013)
Traducción y nota bio-bibliográfica: Mario Domínguez Parra

…y después se acercó,
Se acercó una y otra y otra vez
Lo más posible y otra vez más cerca,
Se acercó con cuidado de no tropezar,
Para que su pantufla no, la pantufla derecha por costumbre,
Para que no tropezase y que todo se malograse,
Y no ocurre como debe,
Y no ocurre todo de nuevo desde el principio,
Y no ocurre como siempre,
Como siempre lo mismo siempre igual,
Lo mismo igual y sin embargo diferente,
Y se quedan en el silencio por este día,
Y siguen sin respuesta las preguntas retóricas,
Y siguen sin respuesta las preguntas sin respuesta,
Se acercó de nuevo y la añoró,
En la calma rota en lugares idénticos desde la medición del reloj
–sierra mecánica fabricada desde ahora, ahora, ahora, ahora–,
Se acercó y la añoró sobre el oscurecido encaje,
En el lugar seguro y exclusivamente suyo,
Allí donde estaba su lugar,
Su lugar permanente,
La añoró intranquilamente,
Pestañeó con vaivenes su mirada sobre el cuerpo de ella porque quizás le hubiese ocurrido algo por las muchas idas y venidas tanto entonces como ahora,
Quizá también algo,
Quizá,
Su miedo paralítico,
Y después los ojos de él se tranquilizaron y se concentró,
Con cuidado, con mucho cuidado,
Inquisidores, muy inquisidores,
Diríase que veía por vez primera a la que veía cada día tantos años,
Tantos años,
Tantos años,
Dejó también sobre ella sus dedos,
Sus dedos que más o menos claramente,
Con defectos,
Con lejanas cimas montañosas y taludes de debilidad,
Con polvo de madurez,
Con ceniza,
Dejó también sobre ella sus dedos,
Con cuidado, con mucho cuidado,
Es decir, la acarició,
La cogió por los dedos y la levantó,
Así, cual pluma,
Cual larva morada,
Cual crisálida,
Así cual tótem de granito,
Monolito del desierto,
Castillo,
Así,
La cogió por las manos y le hizo un trayecto completo de centésimas en línea casi recta,
Un trayecto de premiosas centésimas desde donde estaba hacia donde debía estar,
Allí cerca de los ojos de él,
Lenta, muy lentamente,
Y empezó a mirarla,
A mirarla, a mirarla,
A mirarla como el día anterior,
Como cada día –indispensablemente–,
A mirarla hasta que le escocieran y lagrimasen los ojos,
Hasta que le quemasen los ojos,
Hasta que le ardieran los ojos,
Sin un instante para retirarlos,
Sin siquiera dejar que parpadeasen por costumbre,
Desde donde lo hacen solos para humedecerse,
Desde donde nació,
La miró y de nuevo le invadió el pensamiento de que sus ojos crecían,
Que rebosaban de sus párpados y que se derramaban y vaciaban para que entrasen en su lugar los otros ojos,
Para que se separasen los otros ojos,
Ojos impenetrables,
Los que están en la fotografía,
Los de la fotografía,
De la fotografía que sostenía,
De la fotografía que miraba diríase antes de verla,
De la fotografía que miraba diríase antes de ser arrastrado,
Diríase que desde siempre durante su vida,
Y con la mirada enganchada en ella de nuevo caminaba,
Pequeños pasos casi imperceptibles,
Arrastradizos, cansinos, yermos,
Y avanzaba,
Y avanzaba despacio,
Para no tropezarse,
No tropezarse y que sus ojos se asustasen,
Y que se desviasen,
Y que huyeran por un segundo desde los otros ojos,
Y que algo perdiesen,
Y se acercó a la ventana para ver mejor bajo la luz los detalles,
Los detalles vitales,
Las irisaciones,
Y brillaba el papel cuché de la fotografía por la luz fuera de la luz de ella, por la luz de fuera de la ventana,
Un lustre,
Dos lustres,
Muchos lustres,
Muescas insufribles los lustres,





MADRE DOLOROSA

…κι έπειτα πλησίασε,
Πλησίασε κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο,
Όσο γινόταν περισσότερο κι άλλο και πιο κοντά,
Πλησίασε προσεκτικά για να μη σκοντάψει,
H παντόφλα του να μην, η δεξιά παντόφλα που συνήθως,
Να μη σκοντάψει κι όλα ματαιωθούν,
Και δεν γίνουν όπως πρέπει,
Και δεν γίνουν όλα ξανά από την αρχή,
Και δεν γίνουν όπως πάντα,
Όπως πάντα το ίδιο πάντα ίδιο,
Το ίδιο ίδιο κι ωστόσο διαφορετικό,
Και μείνουν στη σιωπή γι’ αυτήν την ημέρα,
Και μείνουν αναπάντητα τα απαντημένα ερωτήματα,
Και μείνουν αναπάντητα τα αναπάντητα ερωτήματα,
Πλησίασε κι άλλο και την αναζήτησε,
Μέσα στην ησυχία την σπασμένη σε ίσα μέρη από το μέτρημα του ρολογιού,
-αλυσοπρίονο φτιαγμένο από τώρα, τώρα, τώρα, τώρα-,
Πλησίασε και την αναζήτησε πάνω στη σκουριασμένη δαντέλα,
Στο σημείο το σίγουρο και αποκλειστικά δικό της,
Εκεί που ήταν η θέση της,
Η μόνιμη θέση της,
Την αναζήτησε ανήσυχα,
Πετάρισε με παλινδρομήσεις το βλέμμα του στο σώμα της μήπως και κάτι της είχε συμβεί από τα πολλά πέρα δώθε και τότε και τώρα,
Μήπως και κάτι,
Μήπως,
Ο παραλυτικός φόβος του,
Κι έπειτα ηρέμησαν τα μάτια του κι εστίασε,
Προσεκτικά, πολύ προσεκτικά,
Ερευνητικά, πολύ ερευνητικά,
Λες κι έβλεπε για πρώτη φορά αυτήν που έβλεπε κάθε ημέρα τόσα χρόνια,
Τόσα χρόνια,
Τόσα χρόνια,
Άφησε πάνω της και τα δάχτυλά του,
Τα δάχτυλά του που περίπου διάφανα,
Με ατέλειες,
Με βουνοκορφές απότομες και χαράδρες αδυναμίας,
Με σκόνη ωριμότητας,
Με στάχτες,
Άφησε πάνω της και τα δάχτυλά του,
Προσεκτικά, πολύ προσεκτικά,
Την άγγιξε δηλαδή,
Την πήρε στα δάχτυλα και την ανασήκωσε,
Έτσι σαν πούπουλο,
Μεταξωτή νύμφη,
Χρυσαλλίδα,
Έτσι σαν γρανιτένιο τοτέμ,
Μονόλιθο ερήμου,
Κάστρο,  
Έτσι,
Την πήρε στα χέρια και της έκανε μιαν ολόκληρη διαδρομή εκατοστών σε σχεδόν ευθεία γραμμή,
Μια διαδρομή εκατοστών χρονοβόρων από εκεί που ήταν έως εκεί που έπρεπε,
Εκεί κοντά στα μάτια του,
Αργά, πολύ αργά,
Κι άρχισε να την κοιτάζει,
Να την κοιτάζει, να την κοιτάζει,
Να την κοιτάζει όπως και την προηγούμενη ημέρα,
Όπως κάθε ημέρα -απαραίτητα-,
Να την κοιτάζει μέχρι να τσούξουν τα μάτια και να δακρύσουν,
Μέχρι που να καίνε τα μάτια,
Μέχρι να καούν τα μάτια,
Χωρίς στιγμή να τ’ αποσύρει,
Χωρίς ούτε να τ’ αφήσει ν’ ανοιγοκλείσουν από συνήθεια,
Από το που το κάνουν μόνα τους για να υγραίνονται,
Από το που γεννήθηκε,
Την κοίταζε και τον πήρε πάλι η σκέψη ότι τα μάτια του μεγαλώνουν,
Ότι ξεχειλίζουν από τα βλέφαρα και χύνονται κι αδειάζουν για να μπουν στη θέση τους τα άλλα μάτια,
Για να χωρέσουν τα άλλα μάτια,
Μάτια αδιαπέραστα,   
Αυτά στη φωτογραφία,
Αυτά της φωτογραφίας,
Της φωτογραφίας που κρατούσε,
Της φωτογραφίας που την κοίταζε λες και πριν τη δει,
Της φωτογραφίας που την κοίταζε λες και πριν τραβηχτεί,
Λες κι από πάντα στη ζωή του,
Και με το βλέμμα αγκιστρωμένο πάνω της πάλι περπατούσε,
Μικρά βήματα σχεδόν αδιόρατα,
Συρτά, σερνάμενα, στέρφα,
Και προχωρούσε,
Και προχωρούσε σιγά,
Για να μη παραπατήσει,
Μη παραπατήσει και τρομάξουν τα μάτια του,
Και λοξοδρομήσουν,
Και ξεφύγουν δευτερόλεπτο από τα άλλα μάτια,
Και κάτι χάσουν,
Και πήγε κοντά στο παράθυρο για να βλέπει καλύτερα στο φως τις λεπτομέρειες,
Τις ζωτικές λεπτομέρειες,
Τους ιριδισμούς,
Κι έλαμψε το ιλουστρασιόν χαρτί της φωτογραφίας απ’ το φως έξω απ’ το φως της, απ’ το φως έξω απ’ το παράθυρο,
Μια γυαλάδα,
Δυο γυαλάδες,
Πολλές γυαλάδες,
Χαρακιές ανυπόφορες οι γυαλάδες,



Ver más traducciones blog:
http://logotejnikimetafrasi.wordpress.com/
  


No hay comentarios:

Publicar un comentario